- κρατυνεῖ
- κρατύνωstrengthenfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)κρατύνωstrengthenfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατύνει — κρατύ̱νει , κρατύνω strengthen aor subj act 3rd sg (epic) κρατύ̱νει , κρατύνω strengthen pres ind mp 2nd sg κρατύ̱νει , κρατύνω strengthen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… … Dictionary of Greek